Τα τελευταία χρόνια ακατάπαυστα προσπαθώ να πείσω όσους κατέχουν μια θέση ευθύνης για το μέλλον της οικονομίας μας ότι η τεχνολογική εξέλιξη της ηλεκτροκίνησης των αυτοκινήτων αποτελεί για την Ελλάδα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων σε ένα χώρο στον οποίο, εδώ και πολύ καιρό, έχουμε χάσει σχεδόν όλες τις άλλες ευκαιρίες εμπλοκής μας.
Ο λόγος είναι ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και γενικότερα τα πάσης φύσεως ηλεκτροκίνητα οχήματα είναι απλούστερα στην κατασκευή τους από εκείνα που κινούνται με θερμικούς κινητήρες και παρουσιάζουν μεγάλες δυνατότητες προσαρμογής σε ειδικούς σχεδιασμούς οι οποίοι μπορούν να υλοποιηθούν ακόμα και σε χαμηλού επενδυτικού ύψους εγκαταστάσεις παραγωγής. Επίσης το ότι απαιτούν τη δημιουργία νέων δικτύων υποδομών και υποστήριξης που επίσης προσφέρουν ευκαιρίες εθνικών οικονομικών δράσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των δυνατοτήτων υπήρξε στο παρελθόν ή εταιρεία Tesla η οποία προκάλεσε ακόμα και την έκρηξη απορίας του αντιπροέδρου της General Motors όταν, μιλώντας στα στελέχη του τα οποία εξέφραζαν δισταγμούς σχετικά με τη δυνατότητα άμεσης παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων, αναφέρθηκε σε αυτήν αναρωτώμενος πως ήταν δυνατό μια μικρή εταιρεία startup στην Καλιφόρνια, που διευθυνόταν από άτομα εντελώς άπειρα από επιχειρήσεις στο χώρο του αυτοκινήτου, να μπορεί να παράγει ηλεκτρικά αυτοκίνητα και η General Motors να δυσκολεύεται να το κάνει. Φυσικά αυτή η τοποθέτησή του οδήγησε αμέσως στην παραγωγή του Chevrolet Volt.
Ένα πρόσφατο όμως παράδειγμα είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό. Τα Γερμανικά Ταχυδρομεία αποφάσισαν να αποκτήσουν ηλεκτροκίνητο στόλο διανομής πακέτων και επιστολών και αντί να απευθυνθούν στην αυτοκινητοβιομηχανία για την προμήθεια των κατάλληλων οχημάτων προτίμησαν να σχεδιάσουν το όχημα που θεωρούσαν ως το καταλληλότερο για τις ανάγκες τους και στη συνέχεια να στήσουν τη δική τους μονάδα παραγωγής, εγχείρημα που υλοποιήθηκε με πολύ θετικά αποτελέσματα, όπως ήδη αποδεικνύεται.
Το εικονιζόμενο βαν, με τελική ταχύτητα 80 χλμ/ω, δεν διαθέτει κλιματισμό ούτε ραδιόφωνο ούτε καν θέση για συνοδηγό και όμως η μεγάλη επιτυχία του στο πεδίο εφαρμογής ενόχλησε σημαντικά,
όπως κοινολογήθηκε, την Volkswagen επειδή βεβαίως η Deutsche Post αποφάσισε να «μπει στα χωράφια της». Ακόμα μάλιστα πιο ενοχλητική για την αυτοκινητοβιομηχανία φαίνεται να είναι η απόφαση της μεγαλύτερης ταχυδρομικής υπηρεσίας του κόσμου να αρχίσει να πουλάει και σε άλλους το StreetScooter της, όπως το ονόμασε.
Σε μια συνέντευξή του στους Reuters, ο κ. Juergen Gerdes, μέλος του Δ. Σ. των Ταχυδρομείων, δήλωσε ότι «δεν χρειάστηκαν δισεκατομμύρια για να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός και η παραγωγή αυτών των οχημάτων. Δεν μπορείτε να πιστέψετε πόσο φτηνό απεδείχθη τελικά το εγχείρημα». Σημειωτέον μάλιστα ότι τα οχήματα αυτά είναι σχεδιασμένα για ένα κύκλο ζωής 16 ετών και ημερήσιο ωράριο λειτουργίας 10 ωρών επί 6 ημέρες την εβδομάδα.
Πέραν όμως των ανωτέρω παραδειγμάτων το γεγονός ότι η εφαρμογή της ηλεκτροκίνησης των οχημάτων μπορεί να προσφέρει πολλές επιχειρηματικές ευκαιρίες αποδεικνύεται και από το ότι, σε ολόκληρο τον κόσμο, εμφανίσθηκαν τα τελευταία χρόνια αναρίθμητες εταιρείες που έσπευσαν να επωφεληθούν από αυτές, καλύπτοντας όχι μόνο το ίδιο το ηλεκτροκίνητο όχημα αλλά και όλους εκείνους τους τομείς που άπτονται της εφαρμογής του όπως είναι η ηλεκτροπαραγωγή από ανανεώσιμες πηγές, ο εξοπλισμός και οι εγκαταστάσεις φόρτισης, η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας κ.α.
Η Ελλάδα, παρά τη μακρόχρονη οικονομική κρίση που την ταλανίζει, συνεχίζει να διαθέτει ικανό τεχνολογικό και επιχειρηματικό ανθρώπινο δυναμικό αλλά και κλιματικές συνθήκες οι οποίες ευνοούν την ευρεία εφαρμογή της ηλεκτροκίνησης των οχημάτων και τη διάδοση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτό που χρειάζεται είναι η, με πρωτοβουλία της εκάστοτε κυβέρνησης, σηματοδότηση της σταθερής πολιτικής βούλησης για αποτελεσματική στήριξή της και κυρίως η επίσπευση εισαγωγής και κυκλοφορίας στη χώρα μιας κρίσιμης μάζας ηλεκτρικών οχημάτων προκειμένου να πυροδοτηθεί το αναγκαίο επιχειρηματικό ενδιαφέρον.
Δυστυχώς τα όσα καταγράφονται πρόσφατα υποδηλώνουν ακριβώς την αντίθετη βούληση. Η εισπρακτική λογική που εκφράζεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες, σε ότι αφορά στη φορολόγηση των plug-in οχημάτων, προδικάζει το χάσιμο αυτής της ευκαιρίας αφού σχεδιάζονται, όπως ακούγεται, πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις των ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Ενδεικτικό του απόλυτα λανθασμένου τρόπου με τον οποίο αποπειράται ο χειρισμός μιας «επί θύραις» τεχνολογικής επανάστασης, η εκμετάλλευση της οποίας ανοίγει νέους επιχειρηματικούς τομείς, είναι το γεγονός ότι οι δημόσιες φορολογικές και τεχνικές υπηρεσίες της χώρας προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξαιρέσουν ακόμα και από αυτά τα ελάχιστα θεσπισμένα κίνητρα το μεγαλύτερο μέρος των plug-in αυτοκινήτων φτάνοντας μέχρι και την έμπρακτη άρνηση εφαρμογής της ευρωπαϊκής οδηγίας που προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά των ηλεκτρικών αυτοκινήτων και η οποία πρόσφατα εντάχθηκε στο εθνικό δίκαιο.
Το μόνο που μένει είναι να ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή θα γίνει κατανοητή ή ανάγκη άμεσης αλλαγής αυτής της λανθασμένης εισπρακτικής πολιτικής προσωρινών και γλίσχρων εσόδων εις βάρος της αδήριτης ανάγκης πρόκλησης επιχειρηματικών δράσεων σε ένα τομέα που προορίζεται να υποδεχθεί στο εγγύς μέλλον τη μεγαλύτερη τεχνολογική πρόοδο του αιώνα μας.